-
1 зольник
1. (поддувало) η τεφροδόχος 2. кож. το ασβεστούχο υγρό. свежий - φρέσκο -, νωπό - 3. (ёмкость) η λεκάνη ασβεστίου зольность η περιεκτικότητα σε τέφρα зона 1. (определённое пространство, характеризующееся каким-л. общим признаком) η περιοχή, η ζώνη, το τμήμα* активная - (ядерного реактора) το ενεργό τμήμα, η ενεργητική ζώνη (του πυρηνικού αντιδραστήρα)- воспроизводства (ядерного реактора) η ζώνη αναπαραγωγής (του πυρηνικού αντιδραστήρα)запретная - απαγόρευσης, απαγορευτική -координатная (геод.) - των συντεταγμένων- молчания (ак.рад.) - σιγήςоколошовная (ев) - πλησίον της ραφής, κοντά στη ραφήпограничная - η μεθόριος, η συνοριακή ζώνη- размытости (тлв.) - θολότητας2. (на магнитной ленте) η ζώνη (της μαγνητικής ταινίας)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зольник
-
2 страна
η χώρα. аграрная - αγροτική -γεωργική -, - изготовления - παραγωγήςсельскохозяйственная - см. аграрная -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > страна
-
3 эффективность
η αποτελεσματικότηταη απόδοση, ο βαθμός της απόδοσης-капиталовложений - της επέν-δυσης/των επενδύσεωνэксплуатационная - της εκμετάλλευ-σης/λειτουργίαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > эффективность